- ένθρηνος
- ἔνθρηνος, -ον (Α)θρηνώδης, πένθιμος, λυπηρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενθρηνώ — ἐνθρηνῶ, έω (Α) [ένθρηνος] θρηνώ για κάτι … Dictionary of Greek
θρήνος — Πανάρχαιο είδος τραγουδιού, το οποίο εμφανίστηκε αρχικά ως έκφραση πόνου για τον θάνατο αγαπημένου προσώπου, ενώ αργότερα προσέλαβε γενικότερο χαρακτήρα και μετατράπηκε σε μέσο μαζικής έκφρασης της οδύνης για εθνικές συμφορές ή μεγάλες φυσικές… … Dictionary of Greek